- μηκῶμαι
- μηκάομαιbleatpres subj mp 1st sg (attic epic ionic)μηκάομαιbleatpres ind mp 1st sgμηκάζωfut ind mid 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μηκώμαι — (Α μηκῶμαι, άομαι) (για πληγωμένο άνθρωπο ή ζώο) βγάζω στεναγμό από τον πόνο, βογγώ νεοελλ. (για βόδι) μουγκρίζω, μουγκανίζω αρχ. 1. (για τα πρόβατα ή τις αίγες) βελάζω, βληχώμαι 2. (για καταδιωκόμενο ελαφάκι ή λαγό ή κάπρο) φωνάζω, σκούζω, βγάζω … Dictionary of Greek
μηκάζω — (Α) 1. (για πρόβατα και αίγες) μηκώμαι, βληχώμαι, βελάζω 2. (για πρόσ.) φωνάζω δυνατά, επίμονα, σκούζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μηκῶμαι] … Dictionary of Greek
περιμηκώμαι — άομαι, Α (αντί περιμυκῶμαι) μηκώμαι, βελάζω εδώ κι εκεί (ἔριφοι περιμηκήσονται», Ορφ. Λιθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μηκῶμαι «βελάζω»] … Dictionary of Greek
μηκή — μηκή, ἡ (Α) μηκασμός, βέλασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μηκῶμαι (πρβλ. βληχώμαι: βληχή)] … Dictionary of Greek
μηκητικός — μηκητικός, ή, όν (Α) [μηκώμαι] αυτός που μπορεί να μηκάται ή έχει την ιδιότητα να μηκάται … Dictionary of Greek